- θανατάς
- ο смерть;
είμαι τού θανατά — быть при смерти;
πέφτω τού θανατά — упасть замертво;
τον έκαμε τού θανατά — он его избил до полусмерти;
να τον φάει ο θανατ! — чтоб он сдох!
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
είμαι τού θανατά — быть при смерти;
πέφτω τού θανατά — упасть замертво;
τον έκαμε τού θανατά — он его избил до полусмерти;
να τον φάει ο θανατ! — чтоб он сдох!
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θανατάς — ο 1. ο θάνατος («να σε φάει ο θανατάς») 2. φρ. «είναι τού θανατά» είναι ετοιμοθάνατος, πεθαίνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + κατάλ. ας* (πρβλ. μυλων άς, σιδερ άς, ψωμ άς)] … Dictionary of Greek
θανατάς — ο θάνατος: Είναι του θανατά (πλησιάζει το τέλος του) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θανατᾷς — θανατάω desire to die pres subj act 2nd sg θανατάω desire to die pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek